τηλεγραφία — η 1. η επικοινωνία με τον τηλέγραφο: Ασύρματη τηλεγραφία. 2. μέρος της ηλεκτροτεχνίας που ασχολείται με την τηλεγραφική τέχνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
ραδιοτηλεγραφία — η, Ν (τηλεπικοιν.) σύστημα τηλεγραφίας που χρησιμοποιεί τις ιδιότητες τών ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων για τη μεταβίβαση τηλεγραφικών μηνυμάτων, αλλ. ασύρματη τηλεγραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radiotelegraphy (< λατ. radius… … Dictionary of Greek
σπινθηριστής — Ηλεκτρική διάταξη παραγωγής σπινθήρων. Αποτελείται βασικά από δύο ηλεκτρόδια, συνήθως μορφής ακίδας, μεταξύ των οποίων εκσπά ηλεκτρικός σπινθήρας, όταν η ηλεκτρική τάση που εφαρμόζεται σ’ αυτά υπερβεί μια ορισμένη τιμή, εξαρτώμενη από την… … Dictionary of Greek
τηλεγραφικός — ή, ό, Ν 1. τηλεπ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τηλεγραφία και στον τηλεγραφητή (α. «τηλεγραφική επικοινωνία» β. «τηλεγραφικό σήμα») 2. μτφ. πολύ σύντομος, επιγραμματικός, λακωνικός («τηλεγραφική διατύπωση») 3. φρ. α) «τηλεγραφική γραμμή»… … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
βομβητής — ο (Α βομβητής) [βομβώ] νεοελλ. 1. μικρόσωμος φρύνος της Ευρώπης και της Δυτικής Ασίας 2. ηλεκτρομαγνητική συσκευή που χρησιμοποιείται στην τηλεγραφία και εκπέμπει χαρακτηριστικό ήχο ο οποίος ερμηνεύεται ως μήνυμα αρχ. αυτός που παράγει βόμβο … Dictionary of Greek
ενισχυτής — Συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η αύξηση του πλάτους ενός ηλεκτρικού σήματος ή, γενικότερα, μιας πληροφορίας ή εντολής. Ανάλογα με τον τύπο της πληροφορίας που πρόκειται να ενισχυθεί και τον προορισμό του σήματος εξόδου, υπάρχουν διάφορες… … Dictionary of Greek
πληροφορία — η, ΝΜΑ [πληροφορώ] είδηση, γνώση, το σύνολο τών σημάτων, λέξεων, φράσεων με το οποίο καθιστά κανείς γνωστό ένα πράγμα, μια κατάσταση ή ένα γεγονός νεοελλ. 1. ποιοτικός συντελεστής που καθορίζει τη θέση ή την κατάσταση ενός συστήματος αυτόματου… … Dictionary of Greek
πομπός — ο, ΝΑ συνοδός, οδηγός νεοελλ. 1. αυτός που στέλνει, που αποστέλλει κάτι 2. σύνολο ηλεκτρονικών συσκευών και διατάξεων με τις οποίες αφ ενός μεν μετατρέπονται ακουστικά, οπτικά και κωδικοποιημένα σήματα σε ηλεκτρομαγνητικά κύματα υψηλής συχνότητας … Dictionary of Greek